Ο ήλιος είχε ήδη
μεσουρανήσει, όταν εκείνος κάθισε στη βεράντα, για να επιχειρήσει μία πρωτογενή
αλλά και αγαπημένη συνάμα διαδικασία γραφής.
Έγραφε πάντα στο χέρι, όταν επρόκειτο
για κάτι ολοκαίνουριο ή για κάτι το οποίο υπερέβαινε την υφή μιας απλής
καθημερινής εργασίας ή σημείωσης.
Για μία τέτοια στιγμή επρόκειτο και
τώρα, καθώς ήταν καθισμένος απέναντι στο χορό των ανοιξιάτικων ηλιαχτίδων, οι
οποίες αποτελούσαν πάντα, ούτως ή άλλως, μία από τις πιο κυριαρχικές εμπειρίες
έμπνευσης.
Λίγες στιγμές αφότου είχε ξεκινήσει το
ταξίδι του στις ακρογιαλιές της περιπλάνησης της γραφής του, μία φωνή διέκοψε
προσωρινά την ένωση της σκέψης του με τη γραφή, στην οποία σχεδόν αυτόματα
επιδίδονταν το χέρι του.
Από κάποιο από τα δωμάτια της απέναντι
πολυκατοικίας μία φωνή τάραζε την απαραίτητη για τη γραφή αρμονία των στιγμών
αυτών, των ούτως ή άλλως σημαντικών για τη ζωή του.
Φυσικά δεν έφταιγε η φωνή, αφού τα
χείλη από τα οποία πήγαζε, δε μπορούσαν να γνωρίζουν πως σε κάποιο διπλανό
μπαλκόνι μία εκδοχή γραφής ήταν σε εξέλιξη.
Κι όμως αυτή η απροσδόκητη διακοπή
υπήρξε ακριβώς το εφαλτήριο, για να δημιουργηθεί ένα ολοζώντανο κείμενο.
Άλλωστε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι
πιο πρωτότυπες γραφές γεννιούνται από την παρεμβολή του τυχαίου στοιχείου.
Γι’ αρκετή ώρα η φωνή συνέχιζε το
άτεχνο ταξίδι της στο χώρο της εναέριας γειτονιάς παρασέρνοντας και τη γραφή.
Μόνο που η γραφή σταμάτησε, όταν η
φωνή επέστρεψε στη σιωπή της αγνοώντας πως είχε συμβάλει με εντελώς τυχαίο
τρόπο στη δημιουργία ενός πεζού κειμένου.
Έτσι, απέμεινε το κείμενο μοναχικό,
τουλάχιστον ως τη στιγμή που κάποιος θα συνέβαινε να το διαβάσει.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, το κείμενο θα
είχε απλά προστεθεί στη σωρεία των κειμένων, ποιητικών και πεζών, τα οποία
καθημερινά παραμένουν σε κάποιο θύλακα γραφής αναμένοντας μέσα στην αβεβαιότητα
το μεσουράνημά τους.
Διότι, αυτή είναι η τύχη της
περιπέτειας της γραφής, η οποία υπαγορεύεται από άπειρους λόγους κι έχει πλήθος
επιδράσεων τόσο όταν συλλαμβάνεται όσο κι όταν μορφοποιείται και με κάποιο τρόπο
εκδίδεται στο κοινό.