Με
τη μεσημβρία του πνευματικού ήλιου να διαχέεται στον ορίζοντα η γυναίκα
ενθρόνισε στην απάνεμη ακρογιαλιά της μνήμης της τη μορφή του.
Κι
εξακολουθεί να εξακοντίζεται στο προσκήνιο των πόθων της η μεσίστια εναλλαγή
του αντρικού φιλιού.
Όπως
τότε δηλαδή, που παιδί ακόμη η γυναίκα αυτή εναπόθεσε στη προκυμαία του
βλέμματός της τη προσμονή ενός φιλιού.
Κι
από τη στιγμή εκείνη εξακολουθεί ν’ αναζητά τη πραγμάτωση του πιο διαυγούς
πόθου της στο απρόσμενο βλεφάρισμα μιας ερωτικής συνάντησης.
Γεγονός
που συμβαίνει επαναλαμβανόμενα τα καλοκαίρια της νιότης της αγκαλιά με τη
βεβαιότητα μιας αγάπης που υπερβαίνει κάθε συνηθισμένη εκδοχή.
Ώσπου
το χέρι ενός άντρα έλκει δυνατά το γυναικείο παρόν προς τη πνευματική αυγή ενός
απίστευτου έρωτα.
Ακριβώς
δηλαδή όπως συμβαίνει και με όλους, όσους διαβάζουν με αγάπη τη λογοτεχνική
απόδοση των πιο εσωτερικών σκέψεών τους.
Γιάννης Πολιτόπουλος